- κιναίδους
- κίναιδοςcatamitemasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CINAEDOLOGIA — species erat Mimicae Veterum Poeseos. in qua Cynaedorum mores exprimebantur ac repraesentabantur: continebat enim, ut Suidas habet, μίμησιν ἀγωγῆς τῆς παρὰτοῖς κιναίδοις διαλέκτων καὶ τῆς ἠθοποιίας. Et quidem Sotadem primum auspicatum esse τὸ… … Hofmann J. Lexicon universale
MIMILOGIA — apud varias olim gentes varia fuit. Ut enim omittam Tragoediam et Comoediam, quae et ipse μιμήσει constant et sub hoc genus cadunt; Lacones Δεικηλιςτὰς vocabant, qui populari et vili sermone hortorum furem, aut Medicum externum, praecepta… … Hofmann J. Lexicon universale
PHLYACOGRAPHIA — eadem cum Ι῾λαρῳδία seu Ι῾λαροτραγῳδίᾳ, Mimilogiae species; cuius cum variae fuerint species ac nomina, apud varias gentes, Lacones Δεικηλιςτὰς vocabant, qui populari et vili sermone hortorum furem imitabantur in hoc ludicro, aut Medicum externum … Hofmann J. Lexicon universale
βορβοροτάραξις — βορβοροτάραξις, ο (Α) (ο Αριστοφάνης για τον Κλέωνα, με διπλή κωμική σημασία) 1. αυτός που ανακατεύει τον βόρβορο 2. αυτός που έχει σχέσεις με κίναιδους, ο σκατοσπρώχτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < βόρβορος + τάραξις < ταράσσω] … Dictionary of Greek
κιναιδολογία — κιναιδολογία, ἡ (Α) [καιναιδολογῶ] το να μιλάει κάποιος για κιναίδους και για τις δραστηριότητες τους … Dictionary of Greek
κιναιδολογώ — κιναιδολογῶ, έω (Α) [κιναιδολόγος] μιλώ για κιναίδους, χυδαιολογώ («ἦρξε δὲ Σωτάδης μὲν πρώτος τοῡ κιναιδολογεῑν», Στράβ.) … Dictionary of Greek
κιναιδολόγος — κιναιδολόγος, ον (ΑΜ) αυτός που χυδαιολογεί, που μιλάει για κιναίδους («φθορέα τῶν νέων καὶ κιναιδολόγον ἀποκαλοῡντες», Δίων Κάσσ.) αρχ. αυτός που γράφει πρόστυχα βιβλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίναιδος + λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. ηθο λόγος,… … Dictionary of Greek
κολλοποδιώκτης — κολλοποδιώκτης, ὁ (Α) αυτός που αρέσκεται να έρχεται σε επαφή με κιναίδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλοψ, οπος «κίναιδος» + διώκτης (< διώκτης < διώκω), πρβλ. ιππο διώκτης, κνισο διώκτης] … Dictionary of Greek